κάλαθος

κάλαθος
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων.
* * *
ο (AM κάλαθος)
καλάθι*, κάνιστρο με βάση στενή
νεοελλ.
1. δοχείο από λεπτά ελάσματα για τη μεταφορά μεταλλεύματος
2. φρ. «κάλαθος τών αχρήστων» — το καλάθι που χρησιμοποιείται για τη ρίψη απορριμμάτων
μσν.
το φάτνωμα οροφής
αρχ.
1. αρχιτ. το τμήμα τού κορινθιακού κιονοκράνου που περιβάλλεται με γλυπτή διακόσμηση φύλλων ακάνθου, αλλ. κόφινος
2. αγγείο για το λάδι τής λυχνίας
3. (γενικά), σκεύος με σχήμα αγγείου για την ψύξη τού νερού ή τού κρασιού, ψυκτήρας
4. σκεύος από σχοινί, λυγαριά ή βούρλα για την τοποθέτηση τυριού, καρπών, μαλλιών κ.ά.
5. το κάνιστρο που κρατούσαν πάνω στο κεφάλι τους στην πομπή που γινόταν κατά τις εορτές τής Δήμητρας και το κάνιστρο πάνω στο κεφάλι τών αρχαίων αγαλμάτων τής ίδιας θεάς
6. πήλινο αγγείο, απομίμηση σε μικρό μέγεθος πραγματικού καλαθιού το οποίο αποτελούσε συνήθως κτέρισμα σε μυκηναϊκούς, γεωμετρικούς και σπανιότερα μεταγενέστερους τάφους
7. κάλυμμα κεφαλιού χθόνιων θεοτήτων (Δήμητρας, Ρέας, Εκάτης, Σαράπιδος κ.ά.)
8. (κατ' επέκτ.) σύμβολο αφθονίας και βλάστησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -θος (πρβλ. γυργα-θός, ορμα-θός), αν και είναι πιθ. το -θ- τής λ. να ανήκει στο θέμα λόγω τής συνδέσεώς της με το ρ. κλώθω.
ΠΑΡ. αρχ. καλαθίς, καλαθίσκος, καλαθωτός
(αρχ.- μσν.) καλάθιον
μσν.
καλαθώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. καλαθηφόρος, καλαθοειδής, καλαθοπλόκος
νεοελλ.
καλαθοπλεκτική, καλαθοποιός, καλαθόσφαιρα, καλαθοφόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάλαθος — basket narrow at the base masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάθω — κάλαθος basket narrow at the base masc nom/voc/acc dual κάλαθος basket narrow at the base masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάθοιο — κάλαθος basket narrow at the base masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάθοις — κάλαθος basket narrow at the base masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάθου — κάλαθος basket narrow at the base masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάθους — κάλαθος basket narrow at the base masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάθων — κάλαθος basket narrow at the base masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάθῳ — κάλαθος basket narrow at the base masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλαθοι — κάλαθος basket narrow at the base masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλαθον — κάλαθος basket narrow at the base masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”